- πανοπλίτης
- πᾰνοπλ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A man in full armour, v.l. for sq., Tyrt.11.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανοπλίτης — πανοπλί̱της , πανοπλίτης man in full armour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίτης — ὁ, ΜΑ (πιθ. εσφ. γρφ. αντί πάνοπλος) άνδρας που φορά πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοπλία + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πανοπλῖται — πανοπλίτης man in full armour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίτας — πανοπλί̱τᾱς , πανοπλίτης man in full armour masc acc pl πανοπλί̱τᾱς , πανοπλίτης man in full armour masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίτην — πανοπλί̱την , πανοπλίτης man in full armour masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)